- ποιοῦντος
- ποιέωmakepres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)ποιόωmake of a certain qualitypres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FACIENS et PATIENS — FACIENS, et PATIENS duo rerum principia, secundum Stoicos, apud Diog. Laert. in Zen. qui, cum Patiens de Materia explicasset, Facientis sive τοῦ ποιοῦντος nomine verbum Dei ὑποςτατικὸν apertis fere verbis significat, Τὸ δὲ ποιοῦν, inquiens, τὸν… … Hofmann J. Lexicon universale
PATIENS et Faciens — duo rerum principia, ex Stoicorum sententia. Diog. Laertius princ. in Zennone, ubi cum Patiens de materia explicâsset, Facientis, sive τοῦ ποιοῦντος nomine verbum Dei, ὑποςτατικὸν denotari, apertis fere verbis significare videtur, Τὸ δὲ ποιοῦν,… … Hofmann J. Lexicon universale
νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
ραχία — (I) και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α 1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ. β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῡ Περσικοῡ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ) … Dictionary of Greek